Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κολοφώνας της δόξας

  • 1 κολοφώνας

    [-ων (-ώνος)] ο
    1) апогей, вершина; кульминационный пункт;

    στον κολοφώνα της δόξας — на вершине славы;

    2) гребень крыши, конёк, верхнее ребро крыши

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κολοφώνας

  • 2 вершина

    вершина ж η κορυφή \вершина горы το κορφοβούνι ◇ \вершина славы о Κολοφώνας της δόξας
    * * *
    ж
    η κορυφή

    верши́на горы́ — το κορφοβούνι

    ••

    верши́на сла́вы — ο κολοφώνας της δόξας

    Русско-греческий словарь > вершина

  • 3 вершина

    вершина
    ас
    1. ἡ κορυφή:
    \вершина горы ἡ κορυφή τοῦ βουνού, τό κορφοβούνι· \вершина дерева ἡ κορυφή τοῦ δέντρου· \вершина угла мат ἡ κορυφή τής γωνίας·
    2. перен ὁ κολοφώνας, τό ἀπόγειο[ν], τό κατακόρυ-φο[ν]:
    \вершина славы ὁ κολοφώνας τής δόξας· \вершина счастья τό ἀπόγειο τής εὐτυχίας.

    Русско-новогреческий словарь > вершина

  • 4 вершина

    θ.
    1. κορυφή•

    вершина горы η κορυφή του βουνού•

    вершина угла η κορυφή της γωνίας.

    2. Κολοφώνας, ακμή•

    на -е славы στον κολοφώνα της δόξας.

    Большой русско-греческий словарь > вершина

  • 5 апогей

    апог||ей
    м
    1. астр. τό ἀπόγειο[ν];
    2. перен τό ἀπόγειο[ν], τό ἀνώτατο[ν] σημεῖοΜ, ὁ κολοφώνας [-ών]:
    в \апогейее славы στό ἀπόγειο τῆς δόξας.

    Русско-новогреческий словарь > апогей

См. также в других словарях:

  • κολοφώνας — ο (AM κολοφών, ῶνος) 1. το ύψιστο σημείο στο οποίο φτάνει κάποιος ή κάτι, το αποκορύφωμα (α. «είναι 30 χρόνων κι έχει φτάσει ήδη στον κολοφώνα τής δόξας του» β. «ὁ κολοφὼν τῆς ἀδικίας», Λιθάν.) 2. υπόμνημα που παρατίθεται στο τέλος βιβλίου ή… …   Dictionary of Greek

  • κολοφώνας — ο το ψηλότερο σημείο, το αποκορύφωμα: Έφτασε στον κολοφώνα της δόξας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσουράνημα — και μεσουράνισμα, το (ΑM μεσουράνημα, Μ και μεσουράνισμα) [μεσουρανώ] η θέση τού Ηλίου ή ενός άλλου αστέρα στο μέσο τού ουρανού («εἶτ ἐπιβαίνειν πάλιν ἕως τοῡ ὑπὸ γῆν μεσουρανήματος», Στράβ.) νεοελλ. μτφ. το ύψιστο σημείο ακμής, ο Κολοφώνας, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»