-
1 κολοφώνας
[-ων (-ώνος)] ο1) апогей, вершина; кульминационный пункт;στον κολοφώνα της δόξας — на вершине славы;
2) гребень крыши, конёк, верхнее ребро крыши -
2 вершина
вершина ж η κορυφή \вершина горы το κορφοβούνι ◇ \вершина славы о Κολοφώνας της δόξας* * *жη κορυφήверши́на горы́ — το κορφοβούνι
••верши́на сла́вы — ο κολοφώνας της δόξας
-
3 вершина
вершинаас1. ἡ κορυφή:\вершина горы ἡ κορυφή τοῦ βουνού, τό κορφοβούνι· \вершина дерева ἡ κορυφή τοῦ δέντρου· \вершина угла мат ἡ κορυφή τής γωνίας·2. перен ὁ κολοφώνας, τό ἀπόγειο[ν], τό κατακόρυ-φο[ν]:\вершина славы ὁ κολοφώνας τής δόξας· \вершина счастья τό ἀπόγειο τής εὐτυχίας. -
4 вершина
-ы θ.1. κορυφή•вершина горы η κορυφή του βουνού•
вершина угла η κορυφή της γωνίας.
2. Κολοφώνας, ακμή•на -е славы στον κολοφώνα της δόξας.
-
5 апогей
апог||ейм1. астр. τό ἀπόγειο[ν];2. перен τό ἀπόγειο[ν], τό ἀνώτατο[ν] σημεῖοΜ, ὁ κολοφώνας [-ών]:в \апогейее славы στό ἀπόγειο τῆς δόξας.
См. также в других словарях:
κολοφώνας — ο (AM κολοφών, ῶνος) 1. το ύψιστο σημείο στο οποίο φτάνει κάποιος ή κάτι, το αποκορύφωμα (α. «είναι 30 χρόνων κι έχει φτάσει ήδη στον κολοφώνα τής δόξας του» β. «ὁ κολοφὼν τῆς ἀδικίας», Λιθάν.) 2. υπόμνημα που παρατίθεται στο τέλος βιβλίου ή… … Dictionary of Greek
κολοφώνας — ο το ψηλότερο σημείο, το αποκορύφωμα: Έφτασε στον κολοφώνα της δόξας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσουράνημα — και μεσουράνισμα, το (ΑM μεσουράνημα, Μ και μεσουράνισμα) [μεσουρανώ] η θέση τού Ηλίου ή ενός άλλου αστέρα στο μέσο τού ουρανού («εἶτ ἐπιβαίνειν πάλιν ἕως τοῡ ὑπὸ γῆν μεσουρανήματος», Στράβ.) νεοελλ. μτφ. το ύψιστο σημείο ακμής, ο Κολοφώνας, το… … Dictionary of Greek